Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σφραγίζω
σφραγίς
σφράγισμα
σφραγισμός
σφραγιστήρ
σφραγιστήριον
σφραγιστής
σφραγιστός
σφριγανός
σφριγάω
σφρίγος
σφριγώδης
σφυγματώδης
σφυγμικός
σφυγμολογέω
σφυγμός
σφυγμώδης
σφυδάω
σφυδόω
σφυδρόν
σφύζω
View word page
σφρίγος
full strength
ShortDef
full strength
Debugging
Headword:
σφρίγος
Headword (normalized):
σφρίγος
Headword (normalized/stripped):
σφριγος
IDX:
86197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86198
Key:
Data
{'content': 'full strength'}