Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφραγιδοφυλάκιον
σφραγίζω
σφραγίς
σφράγισμα
σφραγισμός
σφραγιστήρ
σφραγιστήριον
σφραγιστής
σφραγιστός
σφριγανός
σφριγάω
σφρίγος
σφριγώδης
σφυγματώδης
σφυγμικός
σφυγμολογέω
σφυγμός
σφυγμώδης
σφυδάω
σφυδόω
σφυδρόν
View word page
σφριγάω
to be full to bursting

ShortDef

to be full to bursting

Debugging

Headword:
σφριγάω
Headword (normalized):
σφριγάω
Headword (normalized/stripped):
σφριγαω
IDX:
86196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86197
Key:

Data

{'content': 'to be full to bursting'}