Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφραγιδονυχαργοκομήτης
σφραγιδοφυλάκιον
σφραγίζω
σφραγίς
σφράγισμα
σφραγισμός
σφραγιστήρ
σφραγιστήριον
σφραγιστής
σφραγιστός
σφριγανός
σφριγάω
σφρίγος
σφριγώδης
σφυγματώδης
σφυγμικός
σφυγμολογέω
σφυγμός
σφυγμώδης
σφυδάω
σφυδόω
View word page
σφριγανός
plump, fresh

ShortDef

plump, fresh

Debugging

Headword:
σφριγανός
Headword (normalized):
σφριγανός
Headword (normalized/stripped):
σφριγανος
IDX:
86195
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86196
Key:

Data

{'content': 'plump, fresh'}