Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφοδρῶς
σφονδύλη
σφονδύλιον
σφονδύλιος
σφονδυλίων
σφονδυλοδίνητος
σφονδυλόεις
σφονδυλόμαντις
σφόνδυλος
σφονδυλώδης
σφός
σφραγίδιον
σφραγιδονυχαργοκομήτης
σφραγιδοφυλάκιον
σφραγίζω
σφραγίς
σφράγισμα
σφραγισμός
σφραγιστήρ
σφραγιστήριον
σφραγιστής
View word page
σφός
their, their own, belonging to them

ShortDef

their, their own, belonging to them

Debugging

Headword:
σφός
Headword (normalized):
σφός
Headword (normalized/stripped):
σφος
IDX:
86183
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86184
Key:

Data

{'content': 'their, their own, belonging to them'}