Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιδιαίρεσις
ἀντιδιαιρέω
ἀντιδιάκειμαι
ἀντιδιάκονος
ἀντιδιακοσμέω
ἀντιδιαλέγομαι
ἀντιδιαλλάσσομαι
ἀντιδιαλογίζομαι
ἀντιδιανυκτερεύω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιασταλτικός
ἀντιδιαστατέω
ἀντιδιαστέλλω
ἀντιδιαστολή
ἀντιδιάταξις
ἀντιδιατάσσομαι
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκαλοι
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
ἀντιδιέξειμι
View word page
ἀντιδιασταλτικός
distinctive

ShortDef

distinctive

Debugging

Headword:
ἀντιδιασταλτικός
Headword (normalized):
ἀντιδιασταλτικός
Headword (normalized/stripped):
αντιδιασταλτικος
IDX:
8617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8618
Key:

Data

{'content': 'distinctive'}