Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σφικάω
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρόομαι
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφοδρῶς
σφονδύλη
σφονδύλιον
σφονδύλιος
σφονδυλίων
σφονδυλοδίνητος
σφονδυλόεις
σφονδυλόμαντις
σφόνδυλος
σφονδυλώδης
σφός
σφραγίδιον
σφραγιδονυχαργοκομήτης
σφραγιδοφυλάκιον
View word page
σφονδύλιος
a vertebra
ShortDef
a vertebra
Debugging
Headword:
σφονδύλιος
Headword (normalized):
σφονδύλιος
Headword (normalized/stripped):
σφονδυλιος
IDX:
86176
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86177
Key:
Data
{'content': 'a vertebra'}