Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφίγμα
Σφίγξ
σφίγξις
σφίδες
σφικάω
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρόομαι
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφοδρῶς
σφονδύλη
σφονδύλιον
σφονδύλιος
σφονδυλίων
σφονδυλοδίνητος
σφονδυλόεις
σφονδυλόμαντις
σφόνδυλος
σφονδυλώδης
View word page
σφοδρύνω
make vehement, intensify

ShortDef

make vehement, intensify

Debugging

Headword:
σφοδρύνω
Headword (normalized):
σφοδρύνω
Headword (normalized/stripped):
σφοδρυνω
IDX:
86172
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86173
Key:

Data

{'content': 'make vehement, intensify'}