Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγμα
Σφίγξ
σφίγξις
σφίδες
σφικάω
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρόομαι
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφοδρῶς
σφονδύλη
σφονδύλιον
σφονδύλιος
σφονδυλίων
σφονδυλοδίνητος
σφονδυλόεις
σφονδυλόμαντις
View word page
σφοδρός
vehement, violent, excessive

ShortDef

vehement, violent, excessive

Debugging

Headword:
σφοδρός
Headword (normalized):
σφοδρός
Headword (normalized/stripped):
σφοδρος
IDX:
86170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86171
Key:

Data

{'content': 'vehement, violent, excessive'}