Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγμα
Σφίγξ
σφίγξις
σφίδες
σφικάω
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρόομαι
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφοδρῶς
σφονδύλη
σφονδύλιον
σφονδύλιος
σφονδυλίων
σφονδυλοδίνητος
σφονδυλόεις
View word page
σφοδρόομαι
to be violent
ShortDef
to be violent
Debugging
Headword:
σφοδρόομαι
Headword (normalized):
σφοδρόομαι
Headword (normalized/stripped):
σφοδροομαι
IDX:
86169
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86170
Key:
Data
{'content': 'to be violent'}