Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιδιαζεύγνυμαι
ἀντιδιαίρεσις
ἀντιδιαιρέω
ἀντιδιάκειμαι
ἀντιδιάκονος
ἀντιδιακοσμέω
ἀντιδιαλέγομαι
ἀντιδιαλλάσσομαι
ἀντιδιαλογίζομαι
ἀντιδιανυκτερεύω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιασταλτικός
ἀντιδιαστατέω
ἀντιδιαστέλλω
ἀντιδιαστολή
ἀντιδιάταξις
ἀντιδιατάσσομαι
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκαλοι
ἀντιδιδάσκω
ἀντιδίδωμι
View word page
ἀντιδιαπλέκω
to retort

ShortDef

to retort

Debugging

Headword:
ἀντιδιαπλέκω
Headword (normalized):
ἀντιδιαπλέκω
Headword (normalized/stripped):
αντιδιαπλεκω
IDX:
8616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8617
Key:

Data

{'content': 'to retort'}