Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφιγγόπους
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγμα
Σφίγξ
σφίγξις
σφίδες
σφικάω
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρόομαι
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφοδρῶς
σφονδύλη
σφονδύλιον
σφονδύλιος
σφονδυλίων
σφονδυλοδίνητος
View word page
σφόδρα
very, very much, exceedingly, violently

ShortDef

very, very much, exceedingly, violently

Debugging

Headword:
σφόδρα
Headword (normalized):
σφόδρα
Headword (normalized/stripped):
σφοδρα
IDX:
86168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86169
Key:

Data

{'content': 'very, very much, exceedingly, violently'}