Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σφιγγίον
σφιγγόπους
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγμα
Σφίγξ
σφίγξις
σφίδες
σφικάω
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρόομαι
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφοδρῶς
σφονδύλη
σφονδύλιον
σφονδύλιος
σφονδυλίων
View word page
σφογγίον
sponge
ShortDef
sponge
Debugging
Headword:
σφογγίον
Headword (normalized):
σφογγίον
Headword (normalized/stripped):
σφογγιον
IDX:
86167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86168
Key:
Data
{'content': 'sponge'}