Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σφηττός
σφιγγία
σφιγγίδιον
σφιγγίον
σφιγγόπους
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγμα
Σφίγξ
σφίγξις
σφίδες
σφικάω
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρόομαι
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
σφοδρῶς
σφονδύλη
View word page
σφίγξις
binding tight, constriction

ShortDef

binding tight, constriction

Debugging

Headword:
σφίγξις
Headword (normalized):
σφίγξις
Headword (normalized/stripped):
σφιγξις
IDX:
86164
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86165
Key:

Data

{'content': 'binding tight, constriction'}