Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Σφηττοῖ
Σφῆττος
Σφηττός
σφιγγία
σφιγγίδιον
σφιγγίον
σφιγγόπους
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγμα
Σφίγξ
σφίγξις
σφίδες
σφικάω
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρόομαι
σφοδρός
σφοδρότης
σφοδρύνω
View word page
σφίγμα
jamming
ShortDef
jamming
Debugging
Headword:
σφίγμα
Headword (normalized):
σφίγμα
Headword (normalized/stripped):
σφιγμα
IDX:
86162
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86163
Key:
Data
{'content': 'jamming'}