Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Σφήττιος
Σφηττοῖ
Σφῆττος
Σφηττός
σφιγγία
σφιγγίδιον
σφιγγίον
σφιγγόπους
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγμα
Σφίγξ
σφίγξις
σφίδες
σφικάω
σφογγίον
σφόδρα
σφοδρόομαι
σφοδρός
σφοδρότης
View word page
σφιγκτός
tight-bound

ShortDef

tight-bound

Debugging

Headword:
σφιγκτός
Headword (normalized):
σφιγκτός
Headword (normalized/stripped):
σφιγκτος
IDX:
86161
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86162
Key:

Data

{'content': 'tight-bound'}