Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφήξ
σφῆρος
σφηρός2
Σφήττιος
Σφηττοῖ
Σφῆττος
Σφηττός
σφιγγία
σφιγγίδιον
σφιγγίον
σφιγγόπους
σφίγγω
σφιγκτήρ
σφιγκτός
σφίγμα
Σφίγξ
σφίγξις
σφίδες
σφικάω
σφογγίον
σφόδρα
View word page
σφιγγόπους
with sphinxes' feet

ShortDef

with sphinxes' feet

Debugging

Headword:
σφιγγόπους
Headword (normalized):
σφιγγόπους
Headword (normalized/stripped):
σφιγγοπους
IDX:
86158
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86159
Key:

Data

{'content': "with sphinxes' feet"}