Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀντιδιαβάλλω
ἀντιδιαγράφω
ἀντιδιαζεύγνυμαι
ἀντιδιαίρεσις
ἀντιδιαιρέω
ἀντιδιάκειμαι
ἀντιδιάκονος
ἀντιδιακοσμέω
ἀντιδιαλέγομαι
ἀντιδιαλλάσσομαι
ἀντιδιαλογίζομαι
ἀντιδιανυκτερεύω
ἀντιδιαπλέκω
ἀντιδιασταλτικός
ἀντιδιαστατέω
ἀντιδιαστέλλω
ἀντιδιαστολή
ἀντιδιάταξις
ἀντιδιατάσσομαι
ἀντιδιατίθημι
ἀντιδιδάσκαλοι
View word page
ἀντιδιαλογίζομαι
set off in compensation

ShortDef

set off in compensation

Debugging

Headword:
ἀντιδιαλογίζομαι
Headword (normalized):
ἀντιδιαλογίζομαι
Headword (normalized/stripped):
αντιδιαλογιζομαι
IDX:
8614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-8615
Key:

Data

{'content': 'set off in compensation'}