Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφέλμα
Σφενδαλεύς
Σφενδαλή
σφενδάμνινος
σφένδαμνος
σφενδονάω
σφενδόνη
σφενδονηδόν
σφενδόνησις
σφενδονήτης
σφενδονητικός
σφενδονοειδής
σφεός
σφετερίζω
σφετερισμός
σφετεριστής
σφέτερος
Σφήκεια
σφήκειον
σφηκιά
σφηκίον
View word page
σφενδονητικός
of or for slinging

ShortDef

of or for slinging

Debugging

Headword:
σφενδονητικός
Headword (normalized):
σφενδονητικός
Headword (normalized/stripped):
σφενδονητικος
IDX:
86118
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86119
Key:

Data

{'content': 'of or for slinging'}