Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφάκελος
σφακελώδης
σφάκος
Σφακτηρία
σφάκτης
σφακτικός
σφακτός
σφάκτρια
σφάκτρον
σφακώδης
σφαλερόνηκτος
σφαλερός
σφαλίζω
σφαλλός
σφάλλω
σφάλμα
σφαλμάω
σφαλμός
σφαλός
σφάλος
σφάλτης
View word page
σφαλερόνηκτος
dangerous to swim

ShortDef

dangerous to swim

Debugging

Headword:
σφαλερόνηκτος
Headword (normalized):
σφαλερόνηκτος
Headword (normalized/stripped):
σφαλερονηκτος
IDX:
86088
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86089
Key:

Data

{'content': 'dangerous to swim'}