Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σφακελισμός
σφάκελος
σφακελώδης
σφάκος
Σφακτηρία
σφάκτης
σφακτικός
σφακτός
σφάκτρια
σφάκτρον
σφακώδης
σφαλερόνηκτος
σφαλερός
σφαλίζω
σφαλλός
σφάλλω
σφάλμα
σφαλμάω
σφαλμός
σφαλός
σφάλος
View word page
σφακώδης
abounding in sage
ShortDef
abounding in sage
Debugging
Headword:
σφακώδης
Headword (normalized):
σφακώδης
Headword (normalized/stripped):
σφακωδης
IDX:
86087
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86088
Key:
Data
{'content': 'abounding in sage'}