Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφαιρωτός
σφακελίζω
σφακελισμός
σφάκελος
σφακελώδης
σφάκος
Σφακτηρία
σφάκτης
σφακτικός
σφακτός
σφάκτρια
σφάκτρον
σφακώδης
σφαλερόνηκτος
σφαλερός
σφαλίζω
σφαλλός
σφάλλω
σφάλμα
σφαλμάω
σφαλμός
View word page
σφάκτρια
priestess

ShortDef

priestess

Debugging

Headword:
σφάκτρια
Headword (normalized):
σφάκτρια
Headword (normalized/stripped):
σφακτρια
IDX:
86085
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86086
Key:

Data

{'content': 'priestess'}