Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφαιρωτήρ
σφαιρωτός
σφακελίζω
σφακελισμός
σφάκελος
σφακελώδης
σφάκος
Σφακτηρία
σφάκτης
σφακτικός
σφακτός
σφάκτρια
σφάκτρον
σφακώδης
σφαλερόνηκτος
σφαλερός
σφαλίζω
σφαλλός
σφάλλω
σφάλμα
σφαλμάω
View word page
σφακτός
slain, slaughtered

ShortDef

slain, slaughtered

Debugging

Headword:
σφακτός
Headword (normalized):
σφακτός
Headword (normalized/stripped):
σφακτος
IDX:
86084
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86085
Key:

Data

{'content': 'slain, slaughtered'}