Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σφαιροποιία
σφαιροποιός
σφαιρόω
σφαίρωμα
σφαιρών
σφαίρωσις
σφαιρωτήρ
σφαιρωτός
σφακελίζω
σφακελισμός
σφάκελος
σφακελώδης
σφάκος
Σφακτηρία
σφάκτης
σφακτικός
σφακτός
σφάκτρια
σφάκτρον
σφακώδης
σφαλερόνηκτος
View word page
σφάκελος
gangrene
ShortDef
gangrene
Debugging
Headword:
σφάκελος
Headword (normalized):
σφάκελος
Headword (normalized/stripped):
σφακελος
IDX:
86078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86079
Key:
Data
{'content': 'gangrene'}