Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σφαιροποιέω
σφαιροποιία
σφαιροποιός
σφαιρόω
σφαίρωμα
σφαιρών
σφαίρωσις
σφαιρωτήρ
σφαιρωτός
σφακελίζω
σφακελισμός
σφάκελος
σφακελώδης
σφάκος
Σφακτηρία
σφάκτης
σφακτικός
σφακτός
σφάκτρια
σφάκτρον
σφακώδης
View word page
σφακελισμός
rot
ShortDef
rot
Debugging
Headword:
σφακελισμός
Headword (normalized):
σφακελισμός
Headword (normalized/stripped):
σφακελισμος
IDX:
86077
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86078
Key:
Data
{'content': 'rot'}