Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σφαιροπαικτέω
σφαιροπαίκτης
σφαιροπαικτικός
σφαιροποιέω
σφαιροποιία
σφαιροποιός
σφαιρόω
σφαίρωμα
σφαιρών
σφαίρωσις
σφαιρωτήρ
σφαιρωτός
σφακελίζω
σφακελισμός
σφάκελος
σφακελώδης
σφάκος
Σφακτηρία
σφάκτης
σφακτικός
σφακτός
View word page
σφαιρωτήρ
thong, latchet
ShortDef
thong, latchet
Debugging
Headword:
σφαιρωτήρ
Headword (normalized):
σφαιρωτήρ
Headword (normalized/stripped):
σφαιρωτηρ
IDX:
86074
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86075
Key:
Data
{'content': 'thong, latchet'}