Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σφαιριστήριον
σφαιριστής
σφαιριστικός
σφαιρῖτις
σφαιρογραφία
σφαιροειδής
σφαιροθεσία
σφαιροθήκη
σφαιρομαχέω
σφαιρομαχία
σφαιρομάχος
σφαιροπαικτέω
σφαιροπαίκτης
σφαιροπαικτικός
σφαιροποιέω
σφαιροποιία
σφαιροποιός
σφαιρόω
σφαίρωμα
σφαιρών
σφαίρωσις
View word page
σφαιρομάχος
one who spars with the σφαῖραι (σφαῖρα 4)
ShortDef
one who spars with the σφαῖραι (σφαῖρα 4)
Debugging
Headword:
σφαιρομάχος
Headword (normalized):
σφαιρομάχος
Headword (normalized/stripped):
σφαιρομαχος
IDX:
86063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86064
Key:
Data
{'content': 'one who spars with the σφαῖραι (σφαῖρα 4)'}