Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαγῖτις
σφάγμα
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφαδαστικῶς
σφάζω
σφαῖρα
σφαιράρχης
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαιρικός
σφαιρίον
σφαίρισις
σφαιριστήριον
σφαιριστής
σφαιριστικός
View word page
σφάζω
to slay, slaughter

ShortDef

to slay, slaughter

Debugging

Headword:
σφάζω
Headword (normalized):
σφάζω
Headword (normalized/stripped):
σφαζω
IDX:
86045
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86046
Key:

Data

{'content': 'to slay, slaughter'}