Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαγῖτις
σφάγμα
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφαδαστικῶς
σφάζω
σφαῖρα
σφαιράρχης
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαιρικός
σφαιρίον
σφαίρισις
σφαιριστήριον
σφαιριστής
View word page
σφαδαστικῶς
convulsively

ShortDef

convulsively

Debugging

Headword:
σφαδαστικῶς
Headword (normalized):
σφαδαστικῶς
Headword (normalized/stripped):
σφαδαστικως
IDX:
86044
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86045
Key:

Data

{'content': 'convulsively'}