Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαγῖτις
σφάγμα
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφαδαστικῶς
σφάζω
σφαῖρα
σφαιράρχης
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαιρικός
σφαιρίον
σφαίρισις
σφαιριστήριον
View word page
σφαδᾳσμός
spasm, convulsion

ShortDef

spasm, convulsion

Debugging

Headword:
σφαδᾳσμός
Headword (normalized):
σφαδᾳσμός
Headword (normalized/stripped):
σφαδασμος
IDX:
86043
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86044
Key:

Data

{'content': 'spasm, convulsion'}