Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συώδης
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαγῖτις
σφάγμα
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφαδαστικῶς
σφάζω
σφαῖρα
σφαιράρχης
σφαιρηδόν
σφαιρίζω
σφαιρικός
σφαιρίον
View word page
σφάγμα
slaughter

ShortDef

slaughter

Debugging

Headword:
σφάγμα
Headword (normalized):
σφάγμα
Headword (normalized/stripped):
σφαγμα
IDX:
86041
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86042
Key:

Data

{'content': 'slaughter'}