Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
συψειρικόν
συώδης
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαγῖτις
σφάγμα
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφαδαστικῶς
σφάζω
σφαῖρα
σφαιράρχης
View word page
σφάγιον
a victim, offering
ShortDef
a victim, offering
Debugging
Headword:
σφάγιον
Headword (normalized):
σφάγιον
Headword (normalized/stripped):
σφαγιον
IDX:
86037
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86038
Key:
Data
{'content': 'a victim, offering'}