Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συχνάκις
σύχνασμα
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
συψειρικόν
συώδης
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαγῖτις
σφάγμα
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
σφαδαστικῶς
σφάζω
View word page
σφαγιάζομαι
to slay a victim, sacrifice

ShortDef

to slay a victim, sacrifice

Debugging

Headword:
σφαγιάζομαι
Headword (normalized):
σφαγιάζομαι
Headword (normalized/stripped):
σφαγιαζομαι
IDX:
86035
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86036
Key:

Data

{'content': 'to slay a victim, sacrifice'}