Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συφορβός
συχνάζω
συχνάκις
σύχνασμα
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
συψειρικόν
συώδης
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
σφαγῖτις
σφάγμα
σφαδᾴζω
σφαδᾳσμός
View word page
σφαγεύς
a slayer, butcher

ShortDef

a slayer, butcher

Debugging

Headword:
σφαγεύς
Headword (normalized):
σφαγεύς
Headword (normalized/stripped):
σφαγευς
IDX:
86033
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86034
Key:

Data

{'content': 'a slayer, butcher'}