Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συφειός
συφεός
συφορβέω
συφόρβιον
συφορβός
συχνάζω
συχνάκις
σύχνασμα
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
συψειρικόν
συώδης
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
σφαγίς
View word page
συχνοσύνθετος
consisting of a long compound word
ShortDef
consisting of a long compound word
Debugging
Headword:
συχνοσύνθετος
Headword (normalized):
συχνοσύνθετος
Headword (normalized/stripped):
συχνοσυνθετος
IDX:
86029
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86030
Key:
Data
{'content': 'consisting of a long compound word'}