Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σῦφαρ
συφειός
συφεός
συφορβέω
συφόρβιον
συφορβός
συχνάζω
συχνάκις
σύχνασμα
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
συψειρικόν
συώδης
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
σφάγιον
σφάγιος
View word page
συχνός
long
ShortDef
long
Debugging
Headword:
συχνός
Headword (normalized):
συχνός
Headword (normalized/stripped):
συχνος
IDX:
86028
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86029
Key:
Data
{'content': 'long'}