Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσχολαστής
Σύφαξ
σῦφαρ
συφειός
συφεός
συφορβέω
συφόρβιον
συφορβός
συχνάζω
συχνάκις
σύχνασμα
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
συψειρικόν
συώδης
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
σφαγιασμός
View word page
σύχνασμα
that which is done frequently

ShortDef

that which is done frequently

Debugging

Headword:
σύχνασμα
Headword (normalized):
σύχνασμα
Headword (normalized/stripped):
συχνασμα
IDX:
86026
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86027
Key:

Data

{'content': 'that which is done frequently'}