Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσχολάζω
συσχολαστής
Σύφαξ
σῦφαρ
συφειός
συφεός
συφορβέω
συφόρβιον
συφορβός
συχνάζω
συχνάκις
σύχνασμα
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
συψειρικόν
συώδης
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
σφαγιάζομαι
View word page
συχνάκις
frequently, often
ShortDef
frequently, often
Debugging
Headword:
συχνάκις
Headword (normalized):
συχνάκις
Headword (normalized/stripped):
συχνακις
IDX:
86025
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86026
Key:
Data
{'content': 'frequently, often'}