Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συσχίζω
συσχολάζω
συσχολαστής
Σύφαξ
σῦφαρ
συφειός
συφεός
συφορβέω
συφόρβιον
συφορβός
συχνάζω
συχνάκις
σύχνασμα
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
συψειρικόν
συώδης
σφαγεῖον
σφαγεύς
σφαγή
View word page
συχνάζω
to be frequent, do
ShortDef
to be frequent, do
Debugging
Headword:
συχνάζω
Headword (normalized):
συχνάζω
Headword (normalized/stripped):
συχναζω
IDX:
86024
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86025
Key:
Data
{'content': 'to be frequent, do'}