Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
συσχολαστής
Σύφαξ
σῦφαρ
συφειός
συφεός
συφορβέω
συφόρβιον
συφορβός
συχνάζω
συχνάκις
σύχνασμα
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
συψειρικόν
συώδης
σφαγεῖον
σφαγεύς
View word page
συφορβός
a swineherd

ShortDef

a swineherd

Debugging

Headword:
συφορβός
Headword (normalized):
συφορβός
Headword (normalized/stripped):
συφορβος
IDX:
86023
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86024
Key:

Data

{'content': 'a swineherd'}