Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
συσχολαστής
Σύφαξ
σῦφαρ
συφειός
συφεός
συφορβέω
συφόρβιον
συφορβός
συχνάζω
συχνάκις
σύχνασμα
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
συψειρικόν
συώδης
View word page
συφορβέω
to be a swineherd

ShortDef

to be a swineherd

Debugging

Headword:
συφορβέω
Headword (normalized):
συφορβέω
Headword (normalized/stripped):
συφορβεω
IDX:
86021
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86022
Key:

Data

{'content': 'to be a swineherd'}