Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
συσχολαστής
Σύφαξ
σῦφαρ
συφειός
συφεός
συφορβέω
συφόρβιον
συφορβός
συχνάζω
συχνάκις
σύχνασμα
συχνεών
συχνός
συχνοσύνθετος
View word page
συφειός
sty
ShortDef
sty
Debugging
Headword:
συφειός
Headword (normalized):
συφειός
Headword (normalized/stripped):
συφειος
IDX:
86019
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86020
Key:
Data
{'content': 'sty'}