Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
συσχολαστής
Σύφαξ
σῦφαρ
συφειός
συφεός
συφορβέω
συφόρβιον
συφορβός
συχνάζω
View word page
συσχίζω
conscindo

ShortDef

conscindo

Debugging

Headword:
συσχίζω
Headword (normalized):
συσχίζω
Headword (normalized/stripped):
συσχιζω
IDX:
86014
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86015
Key:

Data

{'content': 'conscindo'}