Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
συσχολαστής
Σύφαξ
σῦφαρ
συφειός
συφεός
συφορβέω
View word page
συσχηματίζω
to conform

ShortDef

to conform

Debugging

Headword:
συσχηματίζω
Headword (normalized):
συσχηματίζω
Headword (normalized/stripped):
συσχηματιζω
IDX:
86011
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86012
Key:

Data

{'content': 'to conform'}