Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
συσχολαστής
Σύφαξ
σῦφαρ
View word page
συσφραγίζω
seal jointly with

ShortDef

seal jointly with

Debugging

Headword:
συσφραγίζω
Headword (normalized):
συσφραγίζω
Headword (normalized/stripped):
συσφραγιζω
IDX:
86008
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86009
Key:

Data

{'content': 'seal jointly with'}