Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
συσχολαστής
Σύφαξ
View word page
σύσφιγμα
chain

ShortDef

chain

Debugging

Headword:
σύσφιγμα
Headword (normalized):
σύσφιγμα
Headword (normalized/stripped):
συσφιγμα
IDX:
86007
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86008
Key:

Data

{'content': 'chain'}