Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
συσχολαστής
View word page
σύσφιγκτος
laced close together

ShortDef

laced close together

Debugging

Headword:
σύσφιγκτος
Headword (normalized):
σύσφιγκτος
Headword (normalized/stripped):
συσφιγκτος
IDX:
86006
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86007
Key:

Data

{'content': 'laced close together'}