Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
συσχολάζω
View word page
συσφίγγω
to condense

ShortDef

to condense

Debugging

Headword:
συσφίγγω
Headword (normalized):
συσφίγγω
Headword (normalized/stripped):
συσφιγγω
IDX:
86005
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86006
Key:

Data

{'content': 'to condense'}