Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστρόφως
σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
συσχίζω
View word page
συσφηκόω
join closely together

ShortDef

join closely together

Debugging

Headword:
συσφηκόω
Headword (normalized):
συσφηκόω
Headword (normalized/stripped):
συσφηκοω
IDX:
86004
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86005
Key:

Data

{'content': 'join closely together'}