Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

συστροφόομαι
συστρόφως
σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
συσχηματισμός
View word page
συσφάλλομαι
fall with

ShortDef

fall with

Debugging

Headword:
συσφάλλομαι
Headword (normalized):
συσφάλλομαι
Headword (normalized/stripped):
συσφαλλομαι
IDX:
86003
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86004
Key:

Data

{'content': 'fall with'}