Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
συστροφία
συστροφόομαι
συστρόφως
σύστρωμα
συστρώννυμι
συστυγνάζω
σύστυλος
συστύφω
συσφάζω
συσφαιρίζω
συσφαιριστής
συσφάλλομαι
συσφηκόω
συσφίγγω
σύσφιγκτος
σύσφιγμα
συσφραγίζω
σύσχεσις
συσχετήριον
συσχηματίζω
συσχημάτισις
View word page
συσφαιριστής
one who plays at ball with another
ShortDef
one who plays at ball with another
Debugging
Headword:
συσφαιριστής
Headword (normalized):
συσφαιριστής
Headword (normalized/stripped):
συσφαιριστης
IDX:
86002
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-86003
Key:
Data
{'content': 'one who plays at ball with another'}